- ματεριαλιστής
- οθηλ. -ίστρια ο οπαδός του ματεριαλισμού, του υλισμού.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ματεριαλιστής — ο, θηλ. ίστρια ο οπαδός τού ματεριαλισμού, ο υλιστής. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην Ελληνική ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. materialiste (βλ. λ. ματεριαλισμός)] … Dictionary of Greek
ματεριαλιστικός — ή, ό [ματεριαλιστής] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ματεριαλισμό ή στον ματεριαλιστή, υλιστικός. επίρρ... ματεριαλιστικά με τρόπο ματεριαλιστικό … Dictionary of Greek
υλιστής — ο, θηλ. υλίστρια, Ν 1. οπαδός τού υλισμού, ματεριαλιστής 2. αυτός που φροντίζει για τα υλικά του συμφέροντα 3. ο έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. < ύλη + ιστής*. Η λ., στον λόγιο πληθ. ὑλισταί, μαρτυρείται από το 1786 στον Χρ.… … Dictionary of Greek
υλιστής — ο 1. ο οπαδός του υλισμού (βλ. λ.), ο ματεριαλιστής. 2. αυτός που φροντίζει, μόνο για τα υλικά του συμφέροντα, ο ιδιοτελής: Είναι υλιστής,δεν ασχολείται με το διπλανό του. 3. αυτός που ενδιαφέρεται μόνο για τις σαρκικές απολαύσεις: Είναι έκφυλος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)